περισκελης

περισκελης
    περισκελής
    περι-σκελής
    2
    1) жесткий, твердый
    

(σίδηρος Soph.)

    2) упорный, упрямый, своенравный
    

(φρένες Soph.; χαρακτήρ Anth.)

    3) сухой
    

(σιτία Plut.)

    4) перен. сухой, трудный (sc. μάθημα Sext.)

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "περισκελης" в других словарях:

  • περισκελής — very hard masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περισκελής — (I) ές, ΜΑ 1. (για τον σίδηρο) πολύ σκληρός, τραχύς («τὸν ἐγκρατέστατον σίδηρον ὀπτὸν ἐκ πυρὸς περισκελῆ θραυσθέντα», Σοφ.) 2. μτφ. πολύ επίμονος, ισχυρογνώμων, σκληροτράχηλος («περισκελεῑς φρένες», Σοφ.) 3. (για φάρμακο) δριμύς, δραστικός,… …   Dictionary of Greek

  • περισκελῆ — περισκελής very hard neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) περισκελής very hard masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) περισκελής very hard masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περισκελέστερον — περισκελής very hard adverbial comp περισκελής very hard masc acc comp sg περισκελής very hard neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περισκελεῖ — περισκελής very hard masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) περισκελής very hard masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περισκελεῖς — περισκελής very hard masc/fem acc pl περισκελής very hard masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περισκελές — περισκελής very hard masc/fem voc sg περισκελής very hard neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περισκελοῦς — περισκελής very hard masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περισκελέσι — περισκελής very hard masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περισκελέσιν — περισκελής very hard masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περισκελέστερα — περισκελής very hard neut nom/voc/acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»